- σκυταλοδρομία
- relay
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
σκυταλοδρομία — η, Ν 1. ομαδικό αγώνισμα στίβου που διεξάγεται σε τέσσερεις συνήθως επιμέρους διαδρομές και κατά το οποίο κάθε επιμέρους διαδρομή διανύεται από διαφορετικό δρομέα καθεμιάς από τις συμμετέχουσες στο αγώνισμα ομάδες, ο οποίος παραδίδει τη σκυτάλη… … Dictionary of Greek
σκυταλοδρομία — η είδος αγωνίσματος δρόμου: Στους αγώνες σκυταλοδρομίας η ομάδα μας ήρθε πρώτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λιούις, Καρλ — (Carl Lewis, Μπέρμινγχαμ, Αλαμπάμα 1961 –). Αμερικανός αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Χιούστον. Το 1983, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου του Ελσίνκι, κέρδισε τρία χρυσά μετάλλια. Το 1984 έλαβε μέρος στους… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Βαϊσμίλερ, Τζόνι — (Johnny Weissmuler, Φράιντορφ, Ουγγαρία [σημ. Ρουμανία] 1904 – 1984). Αμερικανός κολυμβητής και ηθοποιός του κινηματογράφου. Όταν ακόμα ήταν παιδί, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Σικάγο των ΗΠΑ. Στη δεκαετία του 1920 έσπασε δεκάδες φορές τα… … Dictionary of Greek
Γκρίφιθ-Τζόινερ, Φλόρενς — (Florence Griffith Joyner, Λος Άντζελες 1959 – Καλιφόρνια 1998). Αφροαμερικανίδα αθλήτρια. Μία από τις πιο σημαντικές γυναικείες παρουσίες στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων, η Γ. Τ. –το δεύτερο επώνυμό της οφείλεται στον σύζυγό της, επίσης… … Dictionary of Greek
σπορ — (sport). Αγγλικός όρος νεολατινικής προέλευσης, αποδεκτός σήμερα σ’ όλο τον κόσμο. Αν και παλιότερα ταυτιζόταν με τον αθλητισμό, με τον όρο σ. ενοούμε σήμερα τα αθλήματα, ως οργανωμένες εκδηλώσεις, που αριθμούν μόλις δύο αιώνων ζωή. Από παιχνίδι… … Dictionary of Greek
κανόε — Στενόμακρο μονόξυλο σκάφος, σκαμμένο σε κορμό δέντρου, με όμοια πλώρη και πρύμνη. Αποτελεί ένα από τα πιο παλιά πλωτά μέσα που κατασκεύασε ο άνθρωπος, αλλά χρησιμοποιείται ακόμα από τους ιθαγενείς της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής, της Αφρικής… … Dictionary of Greek